τεχνώμαι — άομαι, ΝΑ [τέχνη] επινοώ ή εκτελώ κάτι με δόλιο τρόπο … Dictionary of Greek
επιτεχνώμαι — ἐπιτεχνῶμαι, άομαι (Α) 1. επινοώ δόλους για κάποιο σκοπό, μηχανορραφώ («βουλὴν ἐνταῡθα σοφωτάτην Πεισίστρατος ἐπιτεχνᾱται», Ηρόδ.) 2. εφευρίσκω, μηχανεύομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τεχνώμαι (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
λογοτέχνημα — το λογοτεχνικό έργο, σύγγραμμα με λογοτεχνική αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + τέχνημα < τεχνῶμαι), πρβλ. καλλι τέχνημα, κομψο τέχνημα] … Dictionary of Greek
παρατεχνώμαι — άομαι, Α εξαπατώ με παραποίηση τής αλήθειας, επινοώ τέχνασμα παρά την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τεχνῶμαι «τεχνάζομαι»] … Dictionary of Greek
περιτεχνώμαι — άομαι, Α 1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι 2. μηχανώμαι, δολιεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»] … Dictionary of Greek
προστεχνώμαι — άομαι, Α επινοώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεχνῶμαι «μηχανεύομαι, επινοώ»] … Dictionary of Greek
συντεχνώμαι — άομαι, Α εργάζομαι μαζί με τους τεχνίτες ή τούς βοηθώ με τα σχέδια και τις συμβουλές μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek
τέχνημα — το, ΝΑ [τεχνῶμαι] το προϊόν έντεχνης εργασίας νεοελλ. το τεχνούργημα αρχ. 1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.) 2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.) 3. (και για πρόσ. όταν… … Dictionary of Greek
τέχνησις — ήσεως, ἡ, Α [τεχνῶμαι] επινόημα για επιτυχία σκοπού, τέχνασμα … Dictionary of Greek
τεχνήτωρ — ορος, ὁ, Α κατασκευαστής, δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τεχνη τού τεχνῶμαι (πρβλ. μέλλ. τεχνή σομαι) + επίθημα τωρ (πρβλ. μυνή τωρ)] … Dictionary of Greek